- εξαμείβω
- ἐξαμείβω (AM) [αμείβω]1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.)2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ' ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.)3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.)4. διαβαίνω από έναν τόποαρχ.1. αποσύρομαι, φεύγω2. ανταμείβω, ανταποδίδω («κακοῑσι ποιναῑς ταῑσδέ μ' άντημείψατο», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.